Εναρκτήρια Ομιλία του Γιώργου Κόκκινου
στη διαδικτυακή εκδήλωση
«Διδακτικές προσεγγίσεις τόπων μνήμης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από την τέχνη»
Που διοργανώθηκε από:
τη ΔΔΕ Α΄, Γ΄ Αθήνας και Δυτ. Αττικής διά των υπ. Πολιτιστικών Θεμάτων, 1ο ΠΕΚΕΣ Αττικής και Όμιλος για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα (Ο.Ι.Ε.Ε./AHEG)
(Πέμπτη 14/5/21)
Παρά τις μεγάλες διακηρύξεις, παρά τον γαλλογερμανικό άξονα και το ευρώ, παρά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και το «προσάρτημά» του, ο Ψυχρός Πόλεμος, δεν έχουν τελειώσει ακόμη, όσο κι αν ο προκλητικός αυτός ισχυρισμός μου σας φαίνεται παράδοξος, εικονοκλαστικός ή ενδεχομένως και ασεβής. Δεν εννοώ προφανώς τον πολλαπλασιασμό ούτε των ερωτημάτων και των οπτικών των ερευνητών ούτε των διαθέσιμων ιστορικών πηγών που θα συνεχίσουν να αναδιατάσσουν το πεδίο της αναπαράστασης, της ερμηνείας και της μνήμης. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος και η λεγόμενη «δεύτερη ζωή» του δεν θα τελειώσουν όσο οι επίγονοι των ναζί αλεξιπτωτιστών θα επιχειρούν εξακολουθητικά -σπάζοντας ένα κομβικής λειτουργίας taboo- να μετατρέψουν τις βόρειες πεδινές περιοχές του νομού Χανίων σε τόπο μνήμης των «ανδραγαθημάτων» των συμβολικών ανιόντων τους. Αλήθεια, τι σας λέει η εμπλοκή στην Ουκρανία ή η συγκρότηση μεταφασιστικών εθνικιστικών ακροδεξιών καθεστώτων στην Πολωνία και την Ουγγαρία όπου οι παραβιάσεις του ευρωπαϊκού κοινοτικού κεκτημένου σε ποικίλους όσους τομείς είναι κατάφωρες, ενώ οι διώξεις εναντίον των ιστορικών ανακαλούν –τηρουμένων των αναλογιών- το κυνήγι μαγισσών και στήνουν δίκες προθέσεων; Oι συνέπειες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δυστυχώς συνεχίζονται. Οι «γυναίκες ανακούφισης» από την Κίνα και την Κορέα, παρά τους δικαστικούς αγώνες τους, δεν έχουν δικαιωθεί ακόμα. Ούτε τα ανθρώπινα πειραματόζωα στα ιαπωνικά στρατόπεδα. Η Ιαπωνία κωφεύει θεωρώντας τον εαυτό της θύμα και δικάζοντας και αυτή ιστορικούς που δεν φοβούνται τον καθρέφτη της ιστορικής αλήθειας. Η Γερμανία σκόπιμα από το 1949 δεν εκκαθάρισε τον κρατικό της μηχανισμό και τα υψηλά κλιμάκια των μεγάλων βιομηχανιών και επιχειρήσεών της από τους πρώην υψηλόβαθμους SS με τα ακαδημαϊκά προσόντα, τους τίτλους και την εμπειρία άσκησης «αποτελεσματικής» διοίκησης σε μαζική κλίμακα κατά τη δωδεκαετία της κυριαρχίας του ναζισμού. Ομολογουμένως συνέβαλε πολύ σε αυτή την ανήθικη συγκάλυψη και στη συνέχεια στην πολυειδή τους ενσωμάτωση σε θέσεις ανώτερων και ανώτατων στελεχών ο νόμος για την αμνηστία της 31ης Δεκεμβρίου 1949. Η Γερμανία, παρά τις προσπάθειες ειλικρινούς μεταμέλειας που κατέβαλε και καταβάλλει, η Γερμανία που επέτρεψε στο φιλελεύθερο κόμμα να γίνει «πλυντήριο πρώην ναζί» και στον ηγέτη του Γκένσερ να είναι σχεδόν μόνιμος υπουργός εξωτερικών, η Γερμανία της ηθικά εξεγερμένης γενιάς του 1960, που κήρυξε τον πόλεμο στους πατέρες και τους παππούδες της, αυτή η ίδια Γερμανία, παρά τις ολιγάριθμες λαμπρές εξαιρέσεις που συνήθως προέρχονται από την αριστερά ή κύκλους του μαχόμενου χριστιανισμού, υστερόβουλα και μεθοδικά αρνείται να επιστρέψει το κατοχικό δάνειο στην Ελλάδα και να καταβάλει αποζημιώσεις για τα μαζικά της εγκλήματα. Θα μου πείτε ότι -υπό ένα τέτοιο ευρυγώνιο πρίσμα- ούτε η αποικιοκρατία έχει παρέλθει, αφού η Γαλλία, παρά τις πολλές πράξεις επίσημης μεταμέλειας εκ μέρους των ηγετών της, εξακολουθεί πεισματικά να αρνείται την αναγνώριση του γεγονότος ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν κυριολεκτικά παρέπαιε και κινδύνευε η ίδια η δημοκρατία της, πραγματοποιούσε, χωρίς προειδοποίηση, πυρηνικές δοκιμές στην έρημο της Αλγερίας αδιαφορώντας για τις καταστροφικές συνέπειες και αποσιωπώντας τις ανθρώπινες απώλειες που ασφαλώς θα τις θεωρούσε παράπλευρες. Βλέπετε, έπρεπε να καταστήσει σαφές στην παγκόσμια κοινότητα ότι ήταν κι αυτή μια πυρηνική υπερδύναμη. Βέβαια, στον αντίποδα, αυτό καθόλου δεν δικαιολογεί την φονταμενταλιστική βαρβαρότητα και τον τζιχαντισμό που κοστίζουν νέους ποταμούς αίματος αθώων στο γαλλικό λαό. Η μνησικακία και η εκδίκηση βαθαίνουν τη ρήξη, το χάσμα. Κακοφορμίζουν την παλιά πληγή.
Η κάθαρση επέρχεται, ασφαλώς όχι πάντοτε, συνήθως όμως σταδιακά, σπασμωδικά και καθυστερημένα, όταν τα ίδια τα θύματα έχουν πλέον πάψει να ζουν για να αισθανθούν ότι δικαιώθηκαν οι αγώνες ή αναγνωρίστηκε η θυσία τους.
Δεν κομίζω γλαύκα στην Αθήνα που ισχυρίζομαι ότι ένας πόλεμος, ειδικά ο πόλεμος της βιομηχανοποιημένης εξόντωσης σε βάρος 6.000.000 ανθρώπων, δεν τελειώνει με την επίσημη συγγνώμη του θύτη ούτε με περίτεχνους διπλωματικούς χειρισμούς ούτε με αποζημιώσεις-ψίχουλα ούτε με ριζοσπαστικές πολιτικές μνήμης που εξαγγέλλονται καλόπιστα ούτε με την ανέγερση μνημείων και την καθιέρωση ενός ολόκληρου ιστού από τόπους μνήμης στην ίδια τη χώρα-θύτη. Επίσης δεν τελειώνει ένας τέτοιος, πρωτόγνωρης βίας, πόλεμος ούτε με ευχολόγια για συμφιλίωση σε επισκέψεις γερμανών υψηλών αξιωματούχων σε μαρτυρικές πόλεις και χωριά ούτε με εκπαιδευτικές εκδρομές και ανταλλαγές ούτε και με εκπαιδευτικά προγράμματα, όπως οι «Μνήμες Κατοχής». Στην τελευταία αυτή περίπτωση, πρόκειται για μια παρακαταθήκη πρωτότυπου ιστορικού υλικού και μεθοδικών παιδαγωγικών σχεδιασμών, που δημιουργήθηκε με υπεύθυνο επιστημονικό φορέα το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και η οποία, παρά τις εύλογες αιτιάσεις για σημεία που ήδη διορθώθηκαν ή διορθώνονται, διακρίνεται για την επιστημοσύνη της και για την προώθηση καλών πρακτικών ώστε η διερεύνηση της επώδυνης περιόδου της Κατοχής να είναι δυνατόν να προσπελαστεί ερευνητικά σε κάθε σχολική τάξη, όχι μόνο του ελληνικού αλλά –όπως πρέπει να συμβεί- και του γερμανικού σχολείου. Αντιλαμβάνεστε ότι προφανώς δεν ανήκω σε όσους δαιμονοποιούν το πρόγραμμα αυτό αντιμετωπίζοντάς το ως «δούρειο ίππο» σκοτεινών και άνομων συμφερόντων. Ανήκω, αντίθετα, σε αυτούς που το θέλουν ένα ακόμη εργαλείο στην εργαλειοθήκη του μάχιμου εκπαιδευτικού που πρέπει να μάθει να μη φοβάται τις δυσκολίες στον χειρισμό των τραυματικών και επίμαχων ιστορικών γεγονότων. Γιατί ακριβώς αυτά τα γεγονότα είναι που πρέπει να αποκτήσουν κεντρικό ρόλο στην ιστορική εκπαίδευση, όχι μόνο για την εθνική αυτογνωσία μας αλλά και για την αναβάθμιση της ποιότητας της δημοκρατίας μας. Πάντως όλα όσα προανέφερα είναι χρήσιμα και καλοδεχούμενα γιατί διευρύνουν την ιστορική ευαισθησία και την παιδεία των λαών και ενδυναμώνουν μια κουλτούρα μνήμης κι όχι ένα καθήκον μνήμης.
Θα ήθελα να υπενθυμίσω στην εκλεκτή συντροφιά μας ότι η Γερμανία επέτρεψε στον εαυτό της να παραδώσει στη δεκαετία του 1960 τα ηνία της διακυβέρνησής της σ’ έναν πρώην ναζί, τον Kurt-Georg Kiesinger, τον οποίο αποκαθήλωσε από την εξουσία η μεγάλη αντιναζίστρια Beate Klarsfeld, όταν στο συνέδριο του κόμματός του, της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης, τον χαστούκισε δημόσια, συνενώνοντας στο χέρι της τη ρομφαία της ιστορικής δικαιοσύνης με τη γραφίδα της ιστορικής αλήθειας. Δεν προπαγανδίζω τη βία, ούτε καν τη συμβολική, όπως αυτή που χρησιμοποίησε η Klarsfeld. Υποστηρίζω όμως την οδυνηρή αμφίπλευρη εργασία μνήμης, την αμφίπλευρη εργασία πένθους, την κοινή επίγνωση της καταστροφής και της απώλειας, την παραδοχή της ενοχής και της πολιτικής ευθύνης εκ μέρους των θυτών και, στον αντίποδα, τη δημιουργική λήθη και τη «δίκαιη μνήμη» για τα θύματα και τους επιγόνους των θυμάτων μετά την έμπρακτη μεταμέλεια των θυτών, ώστε να σταματήσει κάποτε η αέναη επαναφορά της τραυματικής μνήμης που στοιχειώνει το παρόν και το κάνει να μοιάζει με ένα παρελθόν που δεν παρέρχεται ποτέ, που είναι αιωνίως και βασανιστικά εδώ.
Αγαπητές και αγαπητοί, ένας τέτοιος πόλεμος, όπως ο Δεύτερος Παγκόσμιος, τελειώνει μόνο όταν νιώσουμε ότι η Κλειώ, η μούσα της ιστορίας, και η Δίκη/Δικαιοσύνη, συναποτελούν τα δύο πρόσωπα ενός Ιανού που ενσαρκώνει την ιδέα της οικουμενικής ανθρωπιάς, δηλαδή μιας νέας ηθικής ισορροπίας δεσμευτικής για όλη την ανθρωπότητα. Ιστορία και δικαιοσύνη λοιπόν. Αλήθεια και ηθικο-νομική κάθαρση. Αυτό προτείνω. Κάθε ενέργεια που δεν αφορά ταυτόχρονα και τις δύο αυτές καθοριστικές αξίες του δυτικού και του οικουμενικού μας πολιτισμού είναι καταδικασμένη να πέσει στο κενό. Με άλλα λόγια, χωρίς Ιστορία και Δικαιοσύνη, κάθε ιδέα συμφιλίωσης είναι εκ των πραγμάτων μια φενάκη (στην καλύτερη περίπτωση) ή μια πολιτική απάτη (στη χειρότερη). Το τραύμα της Κατοχής, υπό τέτοιες συνθήκες, θα παραμείνει αδιέργαστο και ανεπούλωτο: κρύπτη και στοίχειωμα για τους θύτες, πηγή μνησικακίας και αντανακλαστικής εχθρότητας και αδικαίωτης αναγνώρισης για τα θύματα.
Επιτρέψτε μου ολοκληρώνοντας τον χαιρετισμό μου να κάνω μια ειδικότερη αναφορά. Ως γνωστόν, παρθενογενέσεις ιδεών δεν υπάρχουν. Το βιβλίο Ιστορία και Δικαιοσύνη, που έως ένα βαθμό ενέπνευσε την αποψινή εκδήλωση, προέκυψε μέσα σ’ ένα κλίμα πρόσφορων ιδεών και ευαισθησιών και σε μια ιστορική συγκυρία όπου διεθνώς το ζήτημα της νομικής και ηθικής κάθαρσης των γενοκτονιών και της εξονυχιστικής ιστορικής τους τεκμηρίωσης, όπως και των ιστορικών τραυμάτων που δημιούργησε ο εθνικοσοσιαλισμός (συμπεριλαμβανομένων των μαζικών εγκλημάτων του στην Ελλάδα, καθώς επίσης του χαίνοντος ζητήματος των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου) είχαν υπερβεί το πεδίο αρμοδιότητας των ιστορικών σπουδών, της Δημόσιας Ιστορίας, της διακρατικής διπλωματίας και της δικαιοδοσίας διεθνών οργανισμών και δικαστηρίων. Πλέον τα ζητήματα αυτά φλόγιζαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης σχηματίζοντας μέτωπα και αποτελώντας τον πυρήνα πολιτικών ταυτότητας. Σε αυτό το πλαίσιο οφείλω να μιλήσω για μιαν άτυπη γενεαλογία, η οποία στην ελληνική-ελληνόφωνη ιστοριογραφία ξεκινά με την έκρηξη της ιστοριογραφίας για τον ελληνικό εβραϊσμό και με τις θεμελιώδεις συμβολές του Χάγκεν Φλάϊσερ για το στοίχειωμα του Β’Π.Π στο συλλογικό φαντασιακό και στη μνήμη των ευρωπαϊκών λαών. Συνεχίστηκε με τις συστηματικές εργασίες της Αννας – Μαρίας Δρουμπούκη και του Ιάσονα Χανδρινού για τις πολλαπλές ζωές του ιστορικού παρελθόντος της δεκαετίας του 1940. Στα βιβλία που είχαν επιδραστικό χαρακτήρα –συγχωρήστε μου την αυτοαναφορά- συγκαταλέγονται και όσα ο υποφαινόμενος εξέδωσε σε συνεργασία με την Έλλη Λεμονίδου, αλλά και βιβλία αποκλειστικά του υποφαινόμενου τα οποία ασχολούνται με την πολυδιάστατη διεργασία της τραυματικής μνήμης. Η γενεαλογία εμπλουτίζεται καθοριστικά, κατά τη γνώμη μου, με τον συλλογικό τόμο για τους όρους της προσπέλασης του ναζιστικού φαινομένου στην ιστορική εκπαίδευση, που επιμελήθηκε ο Άγγελος Παληκίδης, με το βιβλίο της Ζέτας Παπανδρέου για τη Σφαγή του Διστόμου, όπως και με την βιογραφία του Αργύρη Σφουντούρη, συγγραφέας της οποίας είναι ο Πάτρικ Ζάιμπελ (και αυτό έχει την ιδιαίτερη σημασία του). Ρόλο αρχίζει να παίζει και το βιβλίο του Τενεκετζή για τα μνημεία του Β’ΠΠ. Η γενεαλογία αυτή καταλήγει μέχρι στιγμής στις λαμπρές συμβολές της Ευγενίας Αλεξάκη τόσο στο συλλογικό τόμο Ιστορία και Δικαιοσύνη, που αφορά την εξαίρετη εργασία μετουσίωσης του ιστορικού τραύματος της Άρτεμης Αλκαλάη, όσο και στον επίσης συλλογικό τόμο Για μια σφαιρική και πολυδιάστατη ιστορική κουλτούρα, με συνεπιμελητές τον Παναγιώτη Γατσωτή κι εμένα, όπου η Αλεξάκη διερευνά με βαθύνοια τα αντι-μνημεία και τις ευφάνταστες μνημονικές πολιτικές που υλοποιούνται από την ίδια την κοινωνία των πολιτών στην αγαπημένη πόλη του Βερολίνου. Προσωπικά ελπίζω ότι η δημιουργική δύναμη της Ευγενίας Αλεξάκη και της Άρτεμης Αλκαλάη (ασφαλώς και άλλων ερευνητών-ερευνητριών και καλλιτεχνών) θα δώσει και άλλους γόνιμους καρπούς ώστε να σχηματιστεί μια μεγάλη εργαλειοθήκη εννοιολογικών εργαλείων και πρακτικών που θα είναι πρωτίστως χρήσιμη αφενός για την ιστορική παιδεία και σκέψη των Ελληνόπουλων και αφετέρου για την εργασία των εκπαιδευτικών. Μια εργαλειοθήκη στο πλαίσιο της οποίας θα συνδέονται άρρηκτα η ιστορία της τέχνης, η καλλιτεχνική εκπαίδευση, η μουσειολογία και η μουσειοπαιδαγωγική με τις σπουδές της μνήμης και του ιστορικού τραύματος.
Υπάρχουν πολλές σκόρπιες επιστημονικές δυνάμεις στην ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα. Άνθρωποι που εργάζονται μοναχικά, σεμνά και ασυντόνιστα. Όταν όμως τους παρέχεται χώρος δράσης και μηχανισμοί υποστήριξης, η σημασία και η εμβέλεια της διανοητικής τους εργασίας πολλαπλασιάζεται. Αυτό κάνουν απόψε ο Παναγιώτης Γατσωτής και η Ιωάννα Δεκατρή. Μας παρέχουν γενναιόδωρα χώρο έκφρασης και επικοινωνίας. Τους ευχαριστούμε ολόψυχα, όπως και όλες και όλους εσάς που συμμετέχετε στην εκδήλωση.
Κάτι τελευταίο. Είμαι χαρούμενος γιατί το πρόγραμμα της εκδήλωσης δείχνει ότι η συνήθης ανδροκρατική πλειοψηφία έχει απόψε αντιστραφεί πλήρως. Νιώθω μειοψηφία αλλά αυτό δεν με πτοεί καθόλου. Δώστε τόπο στις γυναίκες ιστορικούς! Να ένα καλό σύνθημα για να το υιοθετήσουμε.