Ιστορία και Τραύμα στην πρώιμη παιδική ηλικία

Άρθρο δημοσιευμένο στα πρακτικά διημερίδας του Ομίλου για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα (1-2 Νοεμβρίου 2019). Στο Πετρίδης, Τ., & Φραγκουλάκη, Μ. (επιμ.), Η Κλειώ πάει σχολείο ΙΙ. Η διδασκαλία της Ιστορίας και η δημόσια παιδαγωγική. Αθήνα: Όμιλος για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα.

Για να δείτε τα πρακτικά του Συνεδρίου πατήστε εδώ.

Το “Τενεκεδένιο Σχολείο” της Θεσσαλονίκης. Ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα τοπικής ιστορίας για το νηπιαγωγείο.

Εργασία δημοσιευμένη στα πρακτικά του 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου Τοπικής Ιστορίας που έγινε το Νοέμβριο του 2019 στη Λαμία.

Για να δείτε τον ηλεκτρονικό σύνδεσμο των πρακτικών του συνεδρίου πατήστε εδώ.

The Street-Child: History Education meets social history in the withdrawn Greek history Curriculum of 2018-2019.

Γατσωτής, Π. & Κόκκινος, Γ. (2021). ” The Street-Child: History Education meets social history in the withdrawn Greek history Curriculum of 2018-2019″,

Άρθρο αναρτημένο στο Academia.edu, Ανάκτηση από τον παγκόσμιο ιστό 29/7/2021.

Πρόσβαση στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο: https://www.academia.edu/50353638/The_Street_Child_History_education_meets_social_history_in_the_withdrawn_Greek_history_curriculum_of_2018_19

Αποχαιρετισμός στον Μένη Θεοδωρίδη.

Οι συγγενείς, οι φίλοι, οι συνεργάτες αποχαιρετούν τον σκηνοθέτη Μένη Θεοδωρίδη που έφυγε από τη ζωή την Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021.

Κείμενο αποχαιρετισμού μπορείτε να δείτε στον σύνδεσμο https://www.efsyn.gr/ellada/koinonia/300534_antio-meni-moy

Βιογραφικά στοιχεία και στοιχεία από το έργο του Μένη Θεοδωρίδη μπορείτε να δείτε στον σύνδεσμο http://www.theodoridis.info/menis/

Προ των πυλών η αντιμεταρρύθμιση στο μάθημα της Ιστορίας;

Ενώπιον μιας επερχόμενης αντιμεταρρύθμισης στο μάθημα της Ιστορίας

Προ των πυλών η αντιμεταρρύθμιση στο μάθημα της Ιστορίας;

Ο Paul Ricoeur έγραψε σοφά ότι η ιστορική αλήθεια έχει εχθρικές σχέσεις τόσο με την υπερβολική μνήμη όσο και με την ιστορική αμνησία και την σκόπιμη ιστορική λήθη. Αμφότερες συνιστούν μορφές παθογένειας στη σχέση του εκάστοτε παρόντος (αλλά και του μέλλοντος) με το παρελθόν.

Σε διεθνές επίπεδο και ασφαλώς σε όλο τον πλανήτη, είναι ανάγλυφες οι τριβές -που ενίοτε μάλιστα μετατρέπονται και σε σφοδρές διπλωματικές συγκρούσεις (βλέπε πχ. Κίνα και Κορέα εναντίον Ιαπωνίας, Γερμανία και Πολωνία, Πολωνία και Ρωσία, Τουρκία και Αρμένιοι, Ελλάδα και Τουρκία κλπ)- αναφορικά με το τι πρέπει να είναι άξιο μνημόνευσης, ιστορικής αναγνώρισης, προβληματισμού και μεταμέλειας από την τεράστια παρακαταθήκη των γεγονότων του παρελθόντος. Συναφές είναι και το ζήτημα του τι πρέπει να περιλαμβάνεται και τι να αποσιωπάται από τον «κανόνα» της σχολικής ιστορικής εκπαίδευσης, όπως και του ποια πρέπει να είναι η έκταση που θα καταλαμβάνει αναλογικά κάθε σημαντικό γεγονός της εθνικής ή της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας στην ύλη του μαθήματος. Ειδικότερα, οι συγκρούσεις αυτές αφορούν κατ’ εξοχήν επίμαχα, ευαίσθητα και τραυματικά ιστορικά γεγονότα που πληγώνουν κατάφωρα την εθνική φιλοτιμία και την αυτοεικόνα των λαών προσβάλλοντας βάναυσα την ανθρώπινη ιδιότητα και αξιοπρέπεια.

Σε ενδοκρατικό επίπεδο, οι συμβολικοί αυτοί πόλεμοι για την ιστορία και τη μνήμη ξεσπούν συνήθως σε κοινωνίες που βίωσαν εμφύλιους πολέμους, που έχουν ρατσιστικό, δουλοκτητικό και αποικιοκρατικό παρελθόν, που έχουν μειονότητες με καταπατημένα δικαιώματα ή που τα ιστορικά τραύματα που προκλήθηκαν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους (πχ. «χαμένες πατρίδες», ναζισμός, δωσιλογισμός, Ολοκαύτωμα, μαζικές σφαγές, σταλινισμός), το δουλεμπόριο και την αποικιοκρατία εξακολουθούν να παραμένουν αδιέργαστα και ανεπούλωτα [πχ. Αυστραλία και Αβορίγινες, Νότια Αφρική, Αγγλία και Ιρλανδία, Γαλλία και Αλγερία, Καναδάς και Κεμπέκ, Ισπανία και εμφύλιος, Ελλάδα και εμφύλιος (αλλά και αντιπαράθεση με τη Γερμανία για τις πολεμικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο, όπως και πρόσφατα για το MOG), Αργεντινή, Χιλή].

Για να αντιληφθεί κάποιος το μέγεθος του προβλήματος θα άξιζε να διαβάσει την έκθεση που μόλις συνέταξε ο γαλλο-αλγερινής καταγωγής ιστορικός Benjamin Stora, ειδικός στη γαλλική αποικιοκρατία στη βόρεια Αφρική, κατά παραγγελία του προέδρου της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν, σχετικά με τη συνολική χαρτογράφηση των γαλλο-αλγερινών σχέσεων και την υπόδειξη τρόπων «θεραπείας» του επίμαχου και πολλαπλά τραυματικού παρελθόντος. Ενός παρελθόντος που εργαλειοποιείται στο παρόν από διαφορετικές ομάδες προκειμένου να εξυπηρετήσει την αναζωπύρωση και τη ριζοσπαστικοποίηση των ταυτοτικών ζητημάτων και των συναφών πολιτικών ταυτότητας. Πρακτική που τείνει να υποκαταστήσει την ψύχραιμη ιστορική διερεύνηση μονοπωλώντας τη δημόσια συζήτηση και ενδυναμώνοντας ανελαστικές και συγκρουσιακές αντιλήψεις και στάσεις.

Μια συστηματικότερη επισκόπηση μας δείχνει ότι οι τριβές στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κρατών εντείνονται: α) από την ύπαρξη και αναμόχλευση αντιθετικών ιστορικών αφηγημάτων, όπως συμβαίνει άλλωστε στην Ελλάδα, και β) από τα σοβαρά ρήγματα που προκαλούνται στην εθνική συνοχή από τη νεοσυντηρητική και εθνικο-λαϊκιστική παλινδρόμηση, η οποία παρατηρείται κατά τις τελευταίες δεκαετίες (ενδεικτικά Πολωνία, Ουγγαρία, κράτη της Βαλτικής) και αμφισβητεί κεκτημένα του δυτικού νεωτερικού πολιτικού πολιτισμού, ενώ παράλληλα υποτάσσει την ιστορική γνώση σε πολιτικές σκοπιμότητες.

Οι εντάσεις για τη σχολική ιστορία είναι σαφώς λιγότερες όταν πρόκειται για τον τρόπο ιστορικής μάθησης, ζήτημα που φαίνεται ότι δεν απασχολεί ιδιαιτέρως την κοινή γνώμη, τις κοινότητες μνήμης και τις ομάδες συμφερόντων, ακριβώς εξαιτίας του –υποτίθεται- στενού επιστημονικού του χαρακτήρα. Παρά ταύτα, το ζήτημα αυτό, που δεκαετίες τώρα μελετάται συστηματικά από τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα της Διδακτικής της Ιστορίας, έχει οργανική συνάφεια με τον προσανατολισμό του γνωστικού και αξιακού περιεχομένου του μαθήματος της Ιστορίας, αλλά και της περιρρέουσας ιστορικής κουλτούρας σε κάθε χώρα. Επομένως, είναι και αυτό εξαιρετικά σημαντικό. Για τους ειδήμονες είναι δεδομένο ότι το «τι» και το «πώς» αλληλοδιαπλέκονται συγκροτώντας ένα ενιαίο όλο μάθησης.

Συνήθως, λοιπόν, οι εντάσεις επικεντρώνονται στους βασικούς σκοπούς του μαθήματος, ακριβώς επειδή, παρά τον αγώνα που γίνεται με στόχο την επιστημονικοποίησή του, αυτό εξακολουθητικά παραμένει στη χώρα μας δέσμιο, όπως άλλωστε και η συναφής σχολική ιστοριογραφία (παρά τις λίγες λαμπρές εξαιρέσεις), ενός ανελαστικού θεσμικού πλαισίου. Αυτό προσδιορίζεται από το μονοπώλιο του κράτους στον τρόπο ρύθμισης του περιεχομένου και της μορφής της ιστορικής εκπαίδευσης και, πιο συγκεκριμένα, από την κεντρική σημασία που αποδίδεται στον ιδεολογικό φρονηματισμό των μαθητών/τριών και από την επίκληση ενός σχεδόν αδιαμφισβήτητου κανόνα ιστορικής γνώσης. Αυτός συντίθεται από τον εθνοκεντρισμό και το λεγόμενο τρίσημο σχήμα της ελληνικής ιστορίας, από τη γεγονοτολογία, την ηρωολατρεία, την απουσία επιστημολογικού προβληματισμού, τον στείρο επιστημονικό θετικισμό, που έχει πυρήνα του την πεποίθηση για τη μοναδικότητα της ιστορικής αλήθειας, και ασφαλώς από την αποστήθιση και την εργαλειακή, δηλαδή αποκλειστικά εξετασιοκεντρική, προσέγγιση της ιστορικής γνώσης. Η απολίθωση, η ιδεολογικοποίηση (κυρίως δια της αποσιωπήσεως ή του συμψηφισμού), ο επαρχιωτισμός σε επίπεδο διδακτικής μεθόδου και αξιολόγησης (σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική), καθώς και η επιλεκτική εργαλειοποίηση κατά τα κελεύσματα της πολιτικής εξουσίας, είναι οι όροι που μπορούν να περιγράψουν με τη μεγαλύτερη επάρκεια την παθολογία της ιστορικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό, μόνο ως επιβεβαίωση των ιδεολογικών και επιστημολογικών θέσφατων μπορεί να εκληφθεί η πλαισίωση μονοφωνικών, επίπεδων και παρατακτικών αφηγήσεων –και λόγω του «κρατικού μονοπωλίου» και κανονιστικών- από ενδεικτικές μαθησιακές δραστηριότητες, σύμφωνα με τις επιταγές της παιδαγωγικής και διδακτικής ορθότητας των καιρών μας, οι οποίες υπαγορεύονται από την εκπαιδευτική πολιτική για την ιστορία που εφαρμόζουν τα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ. Πρακτική όμως που μόνο στους κρατούντες δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι η εκπαιδευτική τους πολιτική ευθυγραμμίζεται με τα επιστημονικά ειωθότα στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό και δυτικό κόσμο.

Αντιθέτως, στην πλειονότητα των κρατών του δυτικού κόσμου, με πρωτοπόρους την Βρετανία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ιταλία και τις σκανδιναβικές χώρες, η επιστημονικοποίηση της σχολικής ιστοριογραφίας, τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και μεθόδου, έχει συντελεστεί ήδη δύο δεκαετίες πριν. Στην Ελλάδα, ωστόσο, το κρατικό μονοπώλιο της σχολικής ιστορικής γνώσης υπηρετεί διαχρονικά την κυρίαρχη ιδεολογία, ταυτόχρονα, ωστόσο, και αυτό συντηρείται από την αδράνεια ή τον καιροσκοπισμό των πολιτικών δυνάμεων που βρέθηκαν στην εξουσία χωρίς να θεωρήσουν προτεραιότητά τους την άμεση και δραστική ανανέωση και αναβάθμιση της ιστορικής εκπαίδευσης. Η τελευταία, όσο κι αν παραβλέπουν τη συσχέτιση αυτή οι περισσότεροι Έλληνες πολιτικοί, έχει  οργανική συνάφεια με τη δημοκρατική πολιτική κοινωνικοποίηση της νέας γενιάς, άρα με την ίδια την κουλτούρα της δημοκρατίας ως τρόπου ζωής και σκέψης. Επίσης αρνητικός είναι συχνά ο ρόλος της πλειονότητας της κοινής γνώμης, η οποία στη διάρκεια της πολυετούς οικονομικής, πολιτικής και στη συνέχεια και υγειονομικής κρίσης αρκέστηκε σε αφηγήματα που υπεράσπιζαν την απόλυτη ιστορική ιδιομορφία του «ανάδελφου» και «περιούσιου» ελληνικού έθνους επενδύοντας σε εικόνες εχθρού, στην ανιστορική αντιρρόπηση «μειονεξιών», σε προβληματικές και πρόδηλα ιδεολογικοποιημένες ιστορικές αναλογίες, στην ενδυνάμωση μιας περίκλειστης και φοβικής εθνικής ταυτότητας, τείνοντας μάλιστα ευάρεσκα τα ώτα της στη συνωμοσιολογία, τον διχασμό και τη δαιμονοποίηση. Τέλος, αρνητικός είναι εξακολουθητικά ο ρόλος και ενός τμήματος της ακαδημαϊκής κοινότητας των ιστορικών, το οποίο, ενώ, όπως τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως φαίνεται, στα αμιγώς επιστημονικά πονήματά του έχει αναπροσανατολίσει τον επιστημολογικό του στοχασμό για τη φύση και τον ρόλο της ιστορίας τόσο ως επιστήμης όσο και ως νοηματοδοτικής πρακτικής, σύμφωνα με το διεθνές status, και, ταυτόχρονα, έχει διευρύνει το θεματολογικό φάσμα και τη συγκριτική οπτική των ερευνών του, παρ’ όλα αυτά όταν εμπλέκεται στον σχεδιασμό και την εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής για την ιστορική εκπαίδευση, λειτουργεί στενά ως οργανικός διανοούμενος στο πλευρό του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας αναπαράγοντας νοητικές αδράνειες ή υλοποιώντας μαθησιακές στρατηγικές με γνώμονα ιδέες και πρακτικές που η υφή τους είναι ο αντιδραστικός μοντερνισμός. Ενεργεί δηλαδή ως πιστός εντολοδόχος ο οποίος στελεχώνει τους μηχανισμούς ηγεμονίας εμμένοντας σε εδραιωμένες συμβάσεις, αποθαρρύνοντας τον ουσιαστικό επιστημολογικό, θεματολογικό και διδακτικό εκσυγχρονισμό και καταγγέλλοντας ανενδοίαστα ως αντι-επιστημονική και επικίνδυνη επιλογή κάθε ουσιώδη καινοτομία. Συγκεκριμένα, όταν οι ιστορικοί αυτοί καλούνται (και αυτό συνέβη αρκετές φορές από το 2002 και το 2006-2007 έως το 2019) με συνήθως αδιαφανείς διαδικασίες να ασχοληθούν, πάντα υπό την πίεση του χρόνου, με την σύνταξη ή αναθεώρηση προγραμμάτων σπουδών ή και με την ίδια τη συγγραφή σχολικών βιβλίων ιστορίας, υποκύπτουν, χωρίς αντίσταση, στον πειρασμό της ιδεολογικοποίησης (προφανούς ή συγκαλυμμένης) και στην εύκολη λύση του επιστημολογικού και παιδαγωγικού κομφορμισμού ακολουθώντας (χωρίς βεβαίως να το παραδέχονται για λόγους πολιτικής ορθότητας) την πεπατημένη που μετατρέπει το μάθημα της ιστορίας σε εξιδανικευτική πατριδογνωσία, σε ιδεολογική «κατήχηση και λειτουργική». Συνήθως όλοι αυτοί καμία επιστημονική σχέση δεν έχουν με το γνωστικό πεδίο της Διδακτικής της Ιστορίας. Άρα παίζουν τον ρόλο του μαθητευόμενου μάγου ή παραχωρούν άτυπα αυτή την αρμοδιότητα στους «εμπειρογνώμονες» του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής ή παλαιότερα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Έτσι προκύπτουν προγράμματα και βιβλία με κατάφωρους συμψηφισμούς, ψεύδη και ανακρίβειες, με ανακολουθίες, χάσματα, νοηματικά άλματα και διάχυτη τυπολατρεία, που υπονομεύουν παρά ενεργοποιούν την ιστορική σκέψη, δηλαδή τον πρωταρχικό σκοπό, κατά τους ειδικούς του πεδίου διεθνώς, που πρέπει να εκπληρώνει η ιστορική εκπαίδευση. Είναι εύλογο να υποθέσει κάποιος ότι με τέτοιους όρους είναι αδύνατη κάθε ιδέα επιστημονικής συναίνεσης για τις κατευθύνσεις που οφείλει να ακολουθήσει η σχολική ιστορία. Η κατάσταση αυτή γίνεται ακόμα πιο δυσχερής από την ελλιπέστατη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που διδάσκουν ιστορία (παρόλο που πολλοί από αυτούς δεν έχουν καν πτυχίο ιστορικού). Επιμόρφωση που θα έπρεπε να είναι συστηματική και να αφορά τόσο το γνωστικό περιεχόμενο (εξοικείωση με τις σύγχρονες τάσεις της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας) όσο και με τους μη γνωσιοκεντρικούς σκοπούς του μαθήματος και, ειδικότερα, με το ιδιαίτερα ευρύ πλέον φάσμα των σύγχρονων διδακτικών μεθόδων και των πρακτικών μάθησης, όπως επίσης θα έπρεπε να μην εξαντλείται στην ευθυγράμμιση με υπερβολικά αναλυτικές «Οδηγίες Διδασκαλίας». Η ανεπάρκεια τμήματος των εκπαιδευτικών που διδάσκουν το μάθημα της ιστορίας τελικά διευκολύνει τις συνεχείς παλινδρομήσεις, στην ουσία αντιμεταρρυθμίσεις, καθώς οι στείρες, αποσπασματικές και εξ ορισμού ιδεολογικοποιημένες κυβερνητικές πρακτικές δεν συναντούν την αναμενόμενη αντίσταση, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, από την αρμόδια εκ των πραγμάτων επιστημονική κοινότητα των εκπαιδευτικών.

Όσα αναφέρθηκαν συνηγορούν ότι το «παιχνίδι» της ιστορικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα παίζεται με σημαδεμένα χαρτιά και είναι τουλάχιστον υποκριτικό οι αντιμεταρρυθμιστές να επικαλούνται τον λόγο ενός δήθεν απροκατάληπτου και αξιακά ουδέτερου εκσυγχρονισμού εγκαλώντας ως δήθεν μη επιστημονικά, αντιπαιδαγωγικά και αποσπασματικά προγράμματα σπουδών που το μόνο τους πρόβλημα είναι ότι δεν συμφωνούν με τον δικό τους τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, ενώ στην πραγματικότητα αυτά παρακολουθούν συστηματικά και εκ του σύνεγγυς τις διεθνείς εξελίξεις.

Ενώ στην Ελλάδα η σχετική συζήτηση επικεντρώνεται αποκλειστικά στη σχέση που οφείλει να έχει το μάθημα της Ιστορίας με τη συλλογική ταυτότητα, στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο είτε δίνεται προτεραιότητα στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία, ως οργανικό τμήμα των οποίων νοείται ασφαλώς και η εθνική, που καθόλου δεν περιθωριοποιείται, όπως διατυμπανίζουν πολλοί που επενδύουν στον φόβο, είτε παρατηρείται μια εντατική προσπάθεια λειτουργικής σύζευξης του αναγκαίου ταυτοτικού χαρακτήρα της ιστορικής εκπαίδευσης με την επίσης απαραίτητη εξοικείωση της μαθησιακής κοινότητας με την ιδιαιτερότητα της ιστορικής εννοιολόγησης, μεθόδου και ερμηνείας. Σε καμιά, ωστόσο, από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις δεν συλλαμβάνεται το εθνικό αφήγημα ως ουσιοκρατικό, μονοφωνικό και αποκλειστικό.

Στη χώρα μας, μέσα από την σχολική ιστορική εκπαίδευση η πολιτική εξουσία βρίσκοντας πάντοτε δυστυχώς πρόθυμους εντολοδόχους επιχειρεί να διαμορφώσει πειθαρχημένα μυαλά και σώματα, ανθρώπους που το μόνο που μαθαίνουν τελικά είναι είτε να αδιαφορούν για το ιστορικό παρελθόν είτε να το αντιμετωπίζουν αποκλειστικά ως εθνική μυθιστορία/βιογραφία είτε, κατά το μεταμοντέρνο έθος, να το ταυτίζουν εξ ορισμού με την ιδεολογικοπολιτική κατήχηση και να το απορρίπτουν αξιωματικά. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, παιδιά, έφηβοι και νέοι, όταν δεν αρκούνται στις επιτελέσεις της Δημόσιας Ιστορίας, βρίσκουν νόημα μόνο στις καθαρά ταυτοτικές, βιωματικές και συναισθηματικές διαστάσεις της ενασχόλησης με το παρελθόν αντλώντας ικανοποίηση από την οικογενειακή γενεαλογία και μνήμη, τόσο την ένδοξη όσο και την τραυματική. Βλέπουν δηλαδή το ιστορικό παρελθόν μέσα από ένα τόσο στενό πρίσμα ώστε χάνεται από τον ιστορικό τους ορίζοντα η «μεγάλη εικόνα» και συνθλίβεται η συγκριτική, πολυπρισματική και πολυδιάστατη προοπτική, χωρίς την οποία γίνεται ανάπηρη η ιστορική κουλτούρα, υπονομεύονται η εθνική ταυτότητα και η ιστορική συνείδηση, ενώ η ιστορική σκέψη, ο πρωταρχικός σκοπός της ιστορικής εκπαίδευσης, φαντάζει ουτοπία.

 

Γιώργος Κόκκινος, καθηγητής Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας, ΠΤΔΕ Πανεπιστημίου Αιγαίου

«Διδακτικές προσεγγίσεις τόπων μνήμης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από την τέχνη»: Εναρκτήρια Ομιλία του Γιώργου Κόκκινου

Εναρκτήρια Ομιλία του Γιώργου Κόκκινου

στη διαδικτυακή εκδήλωση

«Διδακτικές προσεγγίσεις τόπων μνήμης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από την τέχνη»

Που διοργανώθηκε από:

τη ΔΔΕ Α΄, Γ΄ Αθήνας και Δυτ. Αττικής διά των υπ. Πολιτιστικών Θεμάτων, 1ο ΠΕΚΕΣ Αττικής και Όμιλος για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα (Ο.Ι.Ε.Ε./AHEG)

(Πέμπτη 14/5/21)

 

Παρά τις μεγάλες διακηρύξεις, παρά τον γαλλογερμανικό άξονα και το ευρώ, παρά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και το «προσάρτημά» του, ο Ψυχρός Πόλεμος, δεν έχουν τελειώσει ακόμη, όσο κι αν ο προκλητικός αυτός ισχυρισμός μου σας φαίνεται παράδοξος, εικονοκλαστικός ή ενδεχομένως και ασεβής. Δεν εννοώ προφανώς τον πολλαπλασιασμό ούτε των ερωτημάτων και των οπτικών των ερευνητών ούτε των διαθέσιμων ιστορικών πηγών που θα συνεχίσουν να αναδιατάσσουν το πεδίο της αναπαράστασης, της ερμηνείας και της μνήμης. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος και η λεγόμενη «δεύτερη ζωή» του δεν θα τελειώσουν όσο οι επίγονοι των ναζί αλεξιπτωτιστών θα επιχειρούν εξακολουθητικά -σπάζοντας ένα κομβικής λειτουργίας taboo- να μετατρέψουν τις βόρειες πεδινές περιοχές του νομού Χανίων σε τόπο μνήμης των «ανδραγαθημάτων» των συμβολικών ανιόντων τους. Αλήθεια, τι σας λέει η εμπλοκή στην Ουκρανία ή η συγκρότηση μεταφασιστικών εθνικιστικών ακροδεξιών καθεστώτων στην Πολωνία και την Ουγγαρία όπου οι παραβιάσεις του ευρωπαϊκού κοινοτικού κεκτημένου σε ποικίλους όσους τομείς είναι κατάφωρες, ενώ οι διώξεις εναντίον των ιστορικών ανακαλούν –τηρουμένων των αναλογιών- το κυνήγι μαγισσών και στήνουν δίκες προθέσεων; Oι συνέπειες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δυστυχώς συνεχίζονται. Οι «γυναίκες ανακούφισης» από την Κίνα και την Κορέα, παρά τους δικαστικούς αγώνες τους, δεν έχουν δικαιωθεί ακόμα. Ούτε τα ανθρώπινα πειραματόζωα στα ιαπωνικά στρατόπεδα. Η Ιαπωνία κωφεύει θεωρώντας τον εαυτό της θύμα και δικάζοντας και αυτή ιστορικούς που δεν φοβούνται τον καθρέφτη της ιστορικής αλήθειας. Η Γερμανία σκόπιμα από το 1949 δεν εκκαθάρισε τον κρατικό της μηχανισμό και τα υψηλά κλιμάκια των μεγάλων βιομηχανιών και επιχειρήσεών της από τους πρώην υψηλόβαθμους SS με τα ακαδημαϊκά προσόντα, τους τίτλους και την εμπειρία άσκησης «αποτελεσματικής» διοίκησης σε μαζική κλίμακα κατά τη δωδεκαετία της κυριαρχίας του ναζισμού. Ομολογουμένως συνέβαλε πολύ σε αυτή την ανήθικη συγκάλυψη και στη συνέχεια στην πολυειδή τους ενσωμάτωση σε θέσεις ανώτερων και ανώτατων στελεχών ο νόμος για την αμνηστία της 31ης Δεκεμβρίου 1949. Η Γερμανία, παρά τις προσπάθειες ειλικρινούς μεταμέλειας που κατέβαλε και καταβάλλει, η Γερμανία που επέτρεψε στο φιλελεύθερο κόμμα να γίνει «πλυντήριο πρώην ναζί» και στον ηγέτη του Γκένσερ να είναι σχεδόν μόνιμος υπουργός εξωτερικών, η Γερμανία της ηθικά εξεγερμένης γενιάς του 1960, που κήρυξε τον πόλεμο στους πατέρες και τους παππούδες της, αυτή η ίδια Γερμανία, παρά τις ολιγάριθμες λαμπρές εξαιρέσεις που συνήθως προέρχονται από την αριστερά ή κύκλους του μαχόμενου χριστιανισμού, υστερόβουλα και μεθοδικά αρνείται να επιστρέψει το κατοχικό δάνειο στην Ελλάδα και να καταβάλει αποζημιώσεις για τα μαζικά της εγκλήματα. Θα μου πείτε ότι -υπό ένα τέτοιο ευρυγώνιο πρίσμα- ούτε η αποικιοκρατία έχει παρέλθει, αφού η Γαλλία, παρά τις πολλές πράξεις επίσημης μεταμέλειας εκ μέρους των ηγετών της, εξακολουθεί πεισματικά να αρνείται την αναγνώριση του γεγονότος ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν κυριολεκτικά παρέπαιε και κινδύνευε η ίδια η δημοκρατία της, πραγματοποιούσε, χωρίς προειδοποίηση, πυρηνικές δοκιμές στην έρημο της Αλγερίας αδιαφορώντας για τις καταστροφικές συνέπειες και αποσιωπώντας τις ανθρώπινες απώλειες που ασφαλώς θα τις θεωρούσε παράπλευρες. Βλέπετε, έπρεπε να καταστήσει σαφές στην παγκόσμια κοινότητα ότι ήταν κι αυτή μια πυρηνική υπερδύναμη. Βέβαια, στον αντίποδα, αυτό καθόλου δεν δικαιολογεί την φονταμενταλιστική βαρβαρότητα και τον τζιχαντισμό που κοστίζουν νέους ποταμούς αίματος αθώων στο γαλλικό λαό. Η μνησικακία και η εκδίκηση βαθαίνουν τη ρήξη, το χάσμα. Κακοφορμίζουν την παλιά πληγή.

Η κάθαρση επέρχεται, ασφαλώς όχι πάντοτε, συνήθως όμως σταδιακά, σπασμωδικά και καθυστερημένα, όταν τα ίδια τα θύματα έχουν πλέον πάψει να ζουν για να αισθανθούν ότι δικαιώθηκαν οι αγώνες ή αναγνωρίστηκε η θυσία τους.

Δεν κομίζω γλαύκα στην Αθήνα που ισχυρίζομαι ότι ένας πόλεμος, ειδικά ο πόλεμος της βιομηχανοποιημένης εξόντωσης σε βάρος 6.000.000 ανθρώπων, δεν τελειώνει με την επίσημη συγγνώμη του θύτη ούτε με περίτεχνους διπλωματικούς χειρισμούς ούτε με αποζημιώσεις-ψίχουλα ούτε με ριζοσπαστικές πολιτικές μνήμης που εξαγγέλλονται καλόπιστα ούτε με την ανέγερση μνημείων και την καθιέρωση ενός ολόκληρου ιστού από τόπους μνήμης στην ίδια τη χώρα-θύτη. Επίσης δεν τελειώνει ένας τέτοιος, πρωτόγνωρης βίας, πόλεμος ούτε με ευχολόγια για συμφιλίωση σε επισκέψεις γερμανών υψηλών αξιωματούχων σε μαρτυρικές πόλεις και χωριά ούτε με εκπαιδευτικές εκδρομές και ανταλλαγές ούτε και με εκπαιδευτικά προγράμματα, όπως οι «Μνήμες Κατοχής». Στην τελευταία αυτή περίπτωση, πρόκειται για μια παρακαταθήκη πρωτότυπου ιστορικού υλικού και μεθοδικών παιδαγωγικών σχεδιασμών, που δημιουργήθηκε με υπεύθυνο επιστημονικό φορέα το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και η οποία, παρά τις εύλογες αιτιάσεις για σημεία που ήδη διορθώθηκαν ή διορθώνονται, διακρίνεται για την επιστημοσύνη της και για την προώθηση καλών πρακτικών ώστε η διερεύνηση της επώδυνης περιόδου της Κατοχής να είναι δυνατόν να προσπελαστεί ερευνητικά σε κάθε σχολική τάξη, όχι μόνο του ελληνικού αλλά –όπως πρέπει να συμβεί- και του γερμανικού σχολείου. Αντιλαμβάνεστε ότι προφανώς δεν ανήκω σε όσους δαιμονοποιούν το πρόγραμμα αυτό αντιμετωπίζοντάς το ως «δούρειο ίππο» σκοτεινών και άνομων συμφερόντων. Ανήκω, αντίθετα, σε αυτούς που το θέλουν ένα ακόμη εργαλείο στην εργαλειοθήκη του μάχιμου εκπαιδευτικού που πρέπει να μάθει να μη φοβάται τις δυσκολίες στον χειρισμό των τραυματικών και επίμαχων ιστορικών γεγονότων. Γιατί ακριβώς αυτά τα γεγονότα είναι που πρέπει να αποκτήσουν κεντρικό ρόλο στην ιστορική εκπαίδευση, όχι μόνο για την εθνική αυτογνωσία μας αλλά και για την αναβάθμιση της ποιότητας της δημοκρατίας μας. Πάντως όλα όσα προανέφερα είναι χρήσιμα και καλοδεχούμενα γιατί διευρύνουν την ιστορική ευαισθησία και την παιδεία των λαών και ενδυναμώνουν μια κουλτούρα μνήμης κι όχι ένα καθήκον μνήμης.

Θα ήθελα να υπενθυμίσω στην εκλεκτή συντροφιά μας ότι η Γερμανία επέτρεψε στον εαυτό της να παραδώσει στη δεκαετία του 1960 τα ηνία της διακυβέρνησής της σ’ έναν πρώην ναζί, τον Kurt-Georg Kiesinger, τον οποίο αποκαθήλωσε από την εξουσία η μεγάλη αντιναζίστρια Beate Klarsfeld, όταν στο συνέδριο του κόμματός του, της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης, τον χαστούκισε δημόσια, συνενώνοντας στο χέρι της τη ρομφαία της ιστορικής δικαιοσύνης με τη γραφίδα της ιστορικής αλήθειας. Δεν προπαγανδίζω τη βία, ούτε καν τη συμβολική, όπως αυτή που χρησιμοποίησε η Klarsfeld. Υποστηρίζω όμως την οδυνηρή αμφίπλευρη εργασία μνήμης, την αμφίπλευρη εργασία πένθους, την κοινή επίγνωση της καταστροφής και της απώλειας, την παραδοχή της ενοχής και της πολιτικής ευθύνης εκ μέρους των θυτών και, στον αντίποδα, τη δημιουργική λήθη και τη «δίκαιη μνήμη» για τα θύματα και τους επιγόνους των θυμάτων μετά την έμπρακτη μεταμέλεια των θυτών, ώστε να σταματήσει κάποτε η αέναη επαναφορά της τραυματικής μνήμης που στοιχειώνει το παρόν και το κάνει να μοιάζει με ένα παρελθόν που δεν παρέρχεται ποτέ, που είναι αιωνίως και βασανιστικά εδώ.

Αγαπητές και αγαπητοί, ένας τέτοιος πόλεμος, όπως ο Δεύτερος Παγκόσμιος, τελειώνει μόνο όταν νιώσουμε ότι η Κλειώ, η μούσα της ιστορίας, και η Δίκη/Δικαιοσύνη, συναποτελούν τα δύο πρόσωπα ενός Ιανού που ενσαρκώνει την ιδέα της οικουμενικής ανθρωπιάς, δηλαδή μιας νέας ηθικής ισορροπίας δεσμευτικής για όλη την ανθρωπότητα. Ιστορία και δικαιοσύνη λοιπόν. Αλήθεια και ηθικο-νομική κάθαρση. Αυτό προτείνω. Κάθε ενέργεια που δεν αφορά ταυτόχρονα και τις δύο αυτές καθοριστικές αξίες του δυτικού και του οικουμενικού μας πολιτισμού είναι καταδικασμένη να πέσει στο κενό. Με άλλα λόγια, χωρίς Ιστορία και Δικαιοσύνη, κάθε ιδέα συμφιλίωσης είναι εκ των πραγμάτων μια φενάκη (στην καλύτερη περίπτωση) ή μια πολιτική απάτη (στη χειρότερη). Το τραύμα της Κατοχής, υπό τέτοιες συνθήκες, θα παραμείνει αδιέργαστο και ανεπούλωτο: κρύπτη και στοίχειωμα για τους θύτες, πηγή μνησικακίας και αντανακλαστικής εχθρότητας και αδικαίωτης αναγνώρισης για τα θύματα.

Επιτρέψτε μου ολοκληρώνοντας τον χαιρετισμό μου να κάνω μια ειδικότερη αναφορά. Ως γνωστόν, παρθενογενέσεις ιδεών δεν υπάρχουν. Το βιβλίο Ιστορία και Δικαιοσύνη, που έως ένα βαθμό ενέπνευσε την αποψινή εκδήλωση, προέκυψε μέσα σ’ ένα κλίμα πρόσφορων ιδεών και ευαισθησιών και σε μια ιστορική συγκυρία όπου διεθνώς το ζήτημα της νομικής και ηθικής κάθαρσης των γενοκτονιών και της εξονυχιστικής ιστορικής τους τεκμηρίωσης, όπως και των ιστορικών τραυμάτων που δημιούργησε ο εθνικοσοσιαλισμός (συμπεριλαμβανομένων των μαζικών εγκλημάτων του στην Ελλάδα, καθώς επίσης του χαίνοντος ζητήματος των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου) είχαν υπερβεί το πεδίο αρμοδιότητας των ιστορικών σπουδών, της Δημόσιας Ιστορίας, της διακρατικής διπλωματίας και της δικαιοδοσίας διεθνών οργανισμών και δικαστηρίων. Πλέον τα ζητήματα αυτά φλόγιζαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης σχηματίζοντας μέτωπα και αποτελώντας τον πυρήνα πολιτικών ταυτότητας. Σε αυτό το πλαίσιο οφείλω να μιλήσω για μιαν άτυπη γενεαλογία, η οποία στην ελληνική-ελληνόφωνη ιστοριογραφία  ξεκινά με την έκρηξη της ιστοριογραφίας για τον ελληνικό εβραϊσμό και με τις θεμελιώδεις συμβολές του Χάγκεν Φλάϊσερ για το στοίχειωμα του Β’Π.Π στο συλλογικό φαντασιακό και στη μνήμη των ευρωπαϊκών λαών. Συνεχίστηκε με τις συστηματικές εργασίες της Αννας – Μαρίας Δρουμπούκη και του Ιάσονα Χανδρινού για τις πολλαπλές ζωές του ιστορικού παρελθόντος της δεκαετίας του 1940. Στα βιβλία που είχαν επιδραστικό χαρακτήρα –συγχωρήστε μου την αυτοαναφορά- συγκαταλέγονται και όσα ο υποφαινόμενος εξέδωσε σε συνεργασία με την Έλλη Λεμονίδου, αλλά και βιβλία αποκλειστικά του υποφαινόμενου τα οποία ασχολούνται με την πολυδιάστατη διεργασία της τραυματικής μνήμης. Η γενεαλογία εμπλουτίζεται καθοριστικά, κατά τη γνώμη μου, με τον συλλογικό τόμο για τους όρους της προσπέλασης του ναζιστικού φαινομένου στην ιστορική εκπαίδευση, που επιμελήθηκε ο Άγγελος Παληκίδης, με το βιβλίο της Ζέτας Παπανδρέου για τη Σφαγή του Διστόμου, όπως και με την βιογραφία του Αργύρη Σφουντούρη, συγγραφέας της οποίας είναι ο Πάτρικ Ζάιμπελ (και αυτό έχει την ιδιαίτερη σημασία του). Ρόλο αρχίζει να παίζει και το βιβλίο του Τενεκετζή για τα μνημεία του Β’ΠΠ. Η γενεαλογία αυτή καταλήγει μέχρι στιγμής στις λαμπρές συμβολές της Ευγενίας Αλεξάκη τόσο στο συλλογικό τόμο Ιστορία και Δικαιοσύνη, που αφορά την εξαίρετη εργασία μετουσίωσης του ιστορικού τραύματος της Άρτεμης Αλκαλάη, όσο και στον επίσης συλλογικό τόμο Για μια σφαιρική και πολυδιάστατη ιστορική κουλτούρα, με συνεπιμελητές τον Παναγιώτη Γατσωτή κι εμένα, όπου η Αλεξάκη διερευνά με βαθύνοια τα αντι-μνημεία και τις ευφάνταστες μνημονικές πολιτικές που υλοποιούνται από την ίδια την κοινωνία των πολιτών στην αγαπημένη πόλη του Βερολίνου. Προσωπικά ελπίζω ότι η δημιουργική δύναμη της Ευγενίας Αλεξάκη και της Άρτεμης Αλκαλάη (ασφαλώς και άλλων ερευνητών-ερευνητριών και καλλιτεχνών) θα δώσει και άλλους γόνιμους καρπούς ώστε να σχηματιστεί μια μεγάλη εργαλειοθήκη εννοιολογικών εργαλείων και πρακτικών που θα είναι πρωτίστως χρήσιμη αφενός για την ιστορική παιδεία και σκέψη των Ελληνόπουλων και αφετέρου για την εργασία των εκπαιδευτικών. Μια εργαλειοθήκη στο πλαίσιο της οποίας θα συνδέονται άρρηκτα η ιστορία της τέχνης, η καλλιτεχνική εκπαίδευση, η μουσειολογία και η μουσειοπαιδαγωγική με τις σπουδές της μνήμης και του ιστορικού τραύματος.

Υπάρχουν πολλές σκόρπιες επιστημονικές δυνάμεις στην ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα. Άνθρωποι που εργάζονται μοναχικά, σεμνά και ασυντόνιστα. Όταν όμως τους παρέχεται χώρος δράσης και μηχανισμοί υποστήριξης, η σημασία και η εμβέλεια της διανοητικής τους εργασίας πολλαπλασιάζεται. Αυτό κάνουν απόψε ο Παναγιώτης Γατσωτής και η Ιωάννα Δεκατρή. Μας παρέχουν γενναιόδωρα χώρο έκφρασης και επικοινωνίας. Τους ευχαριστούμε ολόψυχα, όπως και όλες και όλους εσάς που συμμετέχετε στην εκδήλωση.

Κάτι τελευταίο. Είμαι χαρούμενος γιατί το πρόγραμμα της εκδήλωσης δείχνει ότι η συνήθης ανδροκρατική πλειοψηφία έχει απόψε αντιστραφεί πλήρως. Νιώθω μειοψηφία αλλά αυτό δεν με πτοεί καθόλου. Δώστε τόπο στις γυναίκες ιστορικούς! Να ένα καλό σύνθημα για να το υιοθετήσουμε.

 

Απολογισμός δραστηριοτήτων του Εργαστηρίου Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών (ΙΚΕ) για την χρονική περίοδο 2016-2018

Tο Εργαστήριο Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών (ΙΚΕ) του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αιγαίου έχει –από τον ιδρυτικό του κανονισμό και από τις ερευνητικές ευαισθησίες και διαθεσιμότητες των μελών του- ως βασικό στόχο την πολύπλευρη εκπαίδευση των φοιτητριών και φοιτητών του Τμήματος, αλλά και τη διενέργεια πρωτογενούς έρευνας, την ανάπτυξη εκπαιδευτικών εφαρμογών και την επιμόρφωση εκπαιδευτικών στις ακόλουθες επιστημονικές περιοχές:

  • Ιστορία (κατ’ εξοχήν του 19ου και 20ού αιώνα)
  • Επιστημολογία και Διδακτική της Ιστορίας
  • Ιστορία της Εκπαίδευσης
  • Δημόσια Ιστορία
  • Προσέγγιση της τραυματικής μνήμης
  • Ιστορία των αντιλήψεων για την υγεία και την ασθένεια
  • Μουσειολογία
  • Εκπαιδευτική Πολιτική
  • Πολιτική Επιστήμη
  • Κοινωνιολογία της Θρησκείας
  • Θρησκειολογία
  • Σπουδές για τη Μετανάστευση

Οι νέες και ταχύτατες επιστημολογικές, επιστημονικές, θεσμικές και τεχνολογικές εξελίξεις που συντελούνται στον χώρο της εκπαίδευσης λαμβάνονται άμεσα υπόψη στον σχεδιασμό των δράσεων του Εργαστηρίου ΙΚΕ. Το Εργαστήριο Ι.Κ.Ε. λειτουργεί άτυπα από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ενώ θεσμοθετήθηκε με ΦΕΚ στις 15 Φεβρουαρίου 2016. Στεγάζεται σε έναν πολυ-λειτουργικό χώρο του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης στο κτήριο της 7ης Μαρτίου. Ο χώρος αυτός φιλοξενεί τις ακόλουθες επιστημονικές δραστηριότητες: σεμιναριακά μαθήματα, επιμορφωτικά σεμινάρια, διαλέξεις, προβολές και παρουσιάσεις οπτικο-ακουστικού διδακτικού υλικού.

Παράλληλα, ο ίδιος χώρος χρησιμοποιείται και για την φιλοξενία μίας ευρείας και σταδιακά επεκτεινόμενης ερευνητικής υποδομής. Η υποδομή αυτή υπάρχει και συνεχώς επεκτείνεται από δωρεές και αγορές βιβλίων, αρχείων και οπτικο-ακουστικών διδακτικών μέσων. Με τον τρόπο αυτόν το Εργαστήριο κατορθώνει να μην είναι απλώς ένας χώρος όπου αποθηκεύεται υλικό και φιλοξενείται η επιστημονική δραστηριότητα των καθηγητών του Τμήματος. Γίνεται ένας ζωντανός χώρος, που βοηθά ερευνητές, υποψήφιους διδάκτορες, μεταπτυχιακούς φοιτητές, προπτυχιακούς φοιτητές και το ενδιαφερόμενο κοινό (κυρίως εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης).

Οι σκοποί που εκπληρώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα 2016-2018 αφορούσαν: α) την κατασκευή και συντήρηση των υποδομών του ΙΚΕ (βιβλιοθήκες και ντουλάπες αποθήκευσης), β) την ενίσχυση της τεχνολογικής υποδομής του ΙΚΕ με υπολογιστές και συναφή ηλεκτρονικά μηχανήματα, γ) τη δημιουργία θέσεων εργασίας ώστε να μπορούν να εργάζονται ταυτόχρονα 8-10 άτομα, δ) τη διενέργεια μαθημάτων σε μέλη ευάλωτων ομάδων, όπως σε προσφυγόπουλα, από συνεργάτες του ΙΚΕ, ε) τη διεξαγωγή φροντιστηριακών μαθημάτων, στ) τη διεξαγωγή επιμορφωτικών σεμιναρίων, ζ) τον σχεδιασμό και τη διεξαγωγή ημερίδων, διημερίδων και συνεδρίων, η) την εκπόνηση ερευνητικών προγραμμάτων, θ) την ανάληψη δημιουργικών πρωτοβουλιών για την ενημέρωση της τοπικής κοινωνίας και ι) τη διεξαγωγή εκθέσεων σε συνεργασία με άλλους φορείς με σκοπό την προαγωγή της ιστορικής κουλτούρας του πληθυσμού της Δωδεκανήσου.

Στο πλαίσιο αυτό αναφέρονται ενδεικτικά οι ακόλουθες δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα 2016-2018:

  • Αναγόρευση Αργύρη Σφουντούρη σε επίτιμο διδάκτορα του ΠΤΔΕ (22 Ιουνίου 2016).
  • Αναγόρευση Γιάννη Γιαννόπουλου σε επίτιμο διδάκτορα του ΠΤΔΕ (23 Μαϊου 2017).
  • Παρουσίαση του βιβλίου των Γ. Κόκκινου, Π. Κιμουρτζή, Σ. Ντάλη και Έ. Λεμονίδου, Ιστορικά τραύματα και ευρωπαϊκή ιδέα. Από τη φρίκη των πολέμων και των ολοκληρωτισμών στο όραμα της ενοποίησης (εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2016) στις 23 Νοεμβρίου 2016 στην Βιβλιοθήκη της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του κτηρίου Κλεόβουλος. Ομιλητές: Έ. Γιαννίκη, Χ. Κόντου, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Παπαγεωργίου.
  • Διοργάνωση Έκθεσης σε συνεργασία με το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία με θέμα: «Σκοτεινή Επταετία: η Δικτατορία των συνταγματαρχών 1967-1974» στην αίθουσα Πολλαπλών Χρήσεων του κτηρίου Κλεόβουλος. Η Έκθεση εγκαινιάστηκε στις 16 Νοεμβρίου 2017 και λειτούργησε έως τον Φεβρουάριο του 2018. Την επισκέφθηκαν σχολικές τάξεις από όλη τη Ρόδο και ξεναγήθηκαν σε αυτή από τον καθηγητή Γ. Κόκκινο και φοιτήτριες που είχαν εκπαιδευτεί για τον σκοπό αυτό στο πλαίσιο των πρακτικών ασκήσεων βήτα φάσης.

Διεξαγωγή επιστημονικής ημερίδας με θέμα: «Η Δικτατορία 1967-1974. Καταστολή, μετασχηματισμοί, αντιστασιακοί θύλακες, εξέγερση» στην Αίθουσα Πολλαπλών Χρήσεων του κτηρίου Κλεόβουλος στις 17 Νοεμβρίου 2017. Συμμετείχαν οι εξής: Β. Καραμανωλάκης (Παν/μιο Αθηνών), Ζ. Σαλίμπα (ΕΑΠ), Β. Δρακόπουλος (ιστορικός, πρώην διευθυντής Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων), Ά. Ενεπεκίδου (Μουσειολόγος, Ίδρυμα Βουλής των Ελλήνων), Α. Καζάκος (ιστορικός, Ίδρυμα Βουλής των Ελλήνων), Π. Καραμούζης (ΠΤΔΕ, Παν/μιο Αιγαίου), Γ. Παπαγεωργίου (διδάκτωρ Διδακτικής της Ιστορίας ΠΤΔΕ Παν/μίου Αιγαίου), Θ. Διαμάντης (υποψήφιος διδάκτωρ ΠΤΔΕ Παν/μίου Αιγαίου), Π. Μηλιώνης (υποψήφιος διδάκτωρ ΠΤΔΕ Παν/μίου Αιγαίου).

 

Γιώργος Κόκκινος (Καθηγητής, Δ/ντής ΙΚΕ)

Παρουσιάσεις των εισηγήσεων που προβλήθηκαν και συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια της ημερίδας του Εργαστηρίου Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών, η οποία διεξήχθη το Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020, στη Ρόδο.

Παρατίθενται οι παρουσιάσεις των εισηγήσεων των υποψηφίων διδακτόρων υπό την επίβλεψη του καθηγητή κ. Γιώργου Κόκκινου, που προβλήθηκαν και συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια της ημερίδας του Εργαστηρίου Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών, η οποία διεξήχθη το Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020, στη Ρόδο.

Αναλυτικότερα, οι παρουσιάσεις είναι οι εξής (με αλφαβητική σειρά):

Νίκος Αποστολόπουλος: «Μηχανισμοί διαμόρφωσης ιστορικής κουλτούρας και συνείδησης φοιτητών και φοιτητριών των Παιδαγωγικών Τμημάτων».

Βαγγέλης Γαλάνης: «Ψυχανάλυση και Ιστορία. Η συγκρότηση της μνήμης του Εμφυλίου με πεδίο αναφοράς τη Δημόσια Ιστορία».

Κώστας Κορρές: «Το ιδεολόγημα της διπλής θυματοποίησης στη δημόσια ιστορία των

ευρωπαϊκών κρατών του πρώην ανατολικού μπλοκ. Μια συγκριτική μελέτη

των πολιτικών μνήμης με επικέντρωση στον κινηματογράφο, τα μουσεία και

τα μνημεία».

Σπύρος Μάκκας : «Δημόσιες πολιτικές και κρατικές παρεμβάσεις στη σύγχρονη τέχνη κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης».

Παναγιώτης Μηλιώνης: «Η μεταβατική δικαιοσύνη στην Αργεντινή».

Βάλια Παπαγιάννη: «Διερευνώντας την ιστορική σκέψη των εφήβων μαθητών και μαθητριών στην Ελλάδα. Η επίδραση παραγόντων όπως ο χαρακτήρας της ιστορικής μάθησης και η ιδιαιτερότητα του κοινωνικού περιβάλλοντος».

Ελένη Πατσιατζή: «Όψεις της ιστορίας στο συγγραφικό έργο της Μάρως Δούκα. Διάθλαση και ανακατασκευή ιστορικών γεγονότων από την οπτική γωνία της δημόσιας ιστορίας».

Βασιλική Χάλαζα: «Ιστορία της αναπηρίας και του αναπηρικού κινήματος στην Ελλάδα (1908-1996). Προσεγγίσεις με γνώμονα τη δημιουργία ιστορικής σκέψης στα άτομα με αναπηρία στα πλαίσια του σχολικού θεσμού και της Δημόσιας Ιστορίας».

Βαγγέλης Γαλάνης Βάλια Παπαγιάννη Βασιλική Χάλαζα Κώστας Κορρές Νίκος Αποστολόπουλος Παναγιώτης Μηλιώνης Πατσιατζή Ελένη Σπύρος Μάκκας